- συγχωροῖ
- συγχωρέωcome togetherpres opt act 3rd sg (attic epic doric)συγχωρέωcome togetherpres opt act 3rd sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σύγχωρος — ον, Α 1. αυτός που ανήκει στην ίδια χώρα («αἱ πόλεις αἱ σύγχωροι», επιγρ.) 2. όμορος, γειτονικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χωρος (< χώρα), πρβλ. περί χωρος] … Dictionary of Greek